Το ToxiPlex παρέχει μια ποσοτική και ποιοτική in vitro δοκιμασία για μυκοτοξίνες στον ανθρώπινο ορό. Το ToxiPlex παρέχει άμεση ανοσοχημική ανίχνευση μυκοτοξινών. Ανιχνεύει την παρουσία μυκοτοξινών παρά την απόκριση αντισωμάτων στις μυκοτοξίνες. Αυτό σημαίνει ότι το τεστ είναι κατάλληλο για άτομα με ανοσοανεπάρκεια και χρόνιες παθήσεις.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

» Το ToxiPlex είναι το πρώτο του είδους του παγκοσμίως που δοκιμάζει ταυτόχρονα πέντε από τις πιο κοινές μυκοτοξίνες σε μια πλατφόρμα ELISA με εξαιρετική αναλυτική απόδοση

» Το ToxiPlex έχει σημαντικά χαμηλότερο όριο ανίχνευσης και χαμηλότερη διασταυρούμενη αντιδραστικότητα σε σύγκριση με άλλες δοκιμές » Ακρίβεια = ≥ 93%, όριο ανίχνευσης = 0,15 ppb έως 19,53 ppb ("μέρη ανά δισεκατομμύριο")

» Γρήγορη επεξεργασία και εύκολος χειρισμός δείγματος – βελτιστοποιημένη για την ανίχνευση μυκοτοξινών στον ορό που δεν χρειάζεται να καταψυχθεί – θα λάβετε το αποτέλεσμα 7-10 ημέρες μετά την παραλαβή του δείγματος

» Η χρήση ανθρώπινου ορού αντισταθμίζει την ημερήσια διακύμανση πρόσληψης μυκοτοξινών, δεν απαιτείται συλλογή δειγμάτων 24 ωρών

» Ολοκληρωμένα εργαστηριακά αποτελέσματα - Εάν έχετε οποιεσδήποτε ερωτήσεις, θα χαρούμε να σας βοηθήσουμε στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων και τη σημασία των μεμονωμένων μυκοτοξινών

» Διαβάστε το άρθρο που περιγράφει την αναλυτική επικύρωση μιας άμεσης ανταγωνιστικής ELISA για την ανίχνευση πολλαπλών μυκοτοξινών στον ανθρώπινο ορό.

Το Toxiplex μπορεί να προσδιορίσει 5 τύπους μυκοτοξινών ταυτόχρονα:

1. Αφλατοξίνη Β1: Παράγεται από διάφορα είδη Aspergillus, οι αφλατοξίνες βρίσκονται κυρίως σε δημητριακά, ξηρούς καρπούς, ελαιούχους σπόρους και μπαχαρικά. Οι αφλατοξίνες μπορούν επίσης να βρεθούν σε σπίτια, υπόγεια και στα φίλτρα των κλιματιστικών αυτοκινήτων. Οι αφλατοξίνες μπορούν να εισέλθουν στο σώμα με διάφορους τρόπους, μέσω της κατάποσης, της εισπνοής και της απορρόφησης του δέρματος, προκαλώντας καρκινογόνες, ηπατοτοξικές και τερατογόνες βλάβες, γι' αυτό ο ΠΟΥ τις ταξινομεί ως καρκινογόνες και γονιδιοτοξικές.

2. Δεοξυνιβαλενόλη: Ανήκοντας στην οικογένεια των μυκοτοξινών των τριχοθεκενών, βρίσκεται κυρίως στα δημητριακά, όπως το σιτάρι και τα φασόλια, καθώς και στα μπαχαρικά. Επειδή μεταβολίζεται ταχέως, τα βραχυπρόθεσμα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν ναυτία, έμετο, κοιλιακό άλγος, πονοκέφαλο, ζάλη και πυρετό. Οι επιδράσεις σε κυτταρικό επίπεδο οφείλονται στη δέσμευση σε ριβοσωμικές υπομονάδες και στην αναστολή της πρωτεϊνικής σύνθεσης. Η λειτουργία της μεμβράνης θεωρείται ότι μεταβάλλεται λόγω της υπεροξείδωσης των λιπιδίων και μπορεί να επηρεαστεί η διακυτταρική επικοινωνία και η απορρύθμιση της ομοιόστασης του ασβεστίου.

3. Φουμονισίνη (Β1&Β2): Πρόκειται για μυκοτοξίνες που παράγονται από είδη Fusarium (σωληνοειδείς μύκητες). Βρίσκονται κυρίως σε δημητριακά όπως καλαμπόκι, σιτάρι, φασόλια και μπαχαρικά. Οι περιγραφόμενοι μηχανισμοί της επίδρασής τους δείχνουν συσχετισμούς στη διακοπή της βιοσύνθεσης των σφιγγολιπιδίων. Τα σφιγγολιπίδια εμπλέκονται σε διάφορες πτυχές της κυτταρικής ρύθμισης, οι οποίες μπορεί να αποτελέσουν τη βάση για τους κυτταροτοξικούς και καρκινογόνους μηχανισμούς των φουμονισινών. Τα σφιγγολιπίδια είναι υπεύθυνα για την αλλαγή του κυτταρικού πολλαπλασιασμού, την αυξημένη έκφραση των κυτοκινών, την απρογραμμάτιστη σύνθεση DNA, τη διακοπή του κυτταρικού κύκλου και την αλλαγή της κυτταρικής σηματοδότησης μέσω του cAMP και της πρωτεϊνικής κινάσης C.

4. Ωχρατοξίνη Α: Μια μυκοτοξίνη που βρίσκεται κυρίως στα δημητριακά, ιδιαίτερα στο σιτάρι και στο κριθάρι, καθώς και στα προϊόντα τους όπως αποξηραμένα φρούτα, μπαχαρικά, γλυκόριζα, κόκκους καφέ, κρασί, χυμό σταφυλιού και ρίζες. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε κρέας από ζώα που έχουν καταναλώσει μολυσμένα δημητριακά. Η ωχρατοξίνη Α σχετίζεται με ενδημική νεφροπαθολογία στον άνθρωπο, καθώς και με όγκους του ουροποιητικού συστήματος. Υπάρχουν πολυάριθμες καταγραφές νεφροτοξικών, ηπατοτοξικών, τερατογενών και ανοσοτοξικών βλαβών από αυτή τη μυκοτοξίνη στα ζώα, αλλά μόνο λίγες αναφορές επιπτώσεων στην ανθρώπινη υγεία, γι' αυτό η IARC την ταξινομεί ως πιθανή καρκινογόνο της Ομάδας 2Β για τον άνθρωπο.

5. Ζεαραλενόνη: Βρίσκεται κυρίως στα δημητριακά, ιδιαίτερα στο καλαμπόκι, το ρύζι, το κεχρί, το σόργο, τη σίκαλη, τη βρώμη, το κριθάρι, το σιτάρι και τα μπαχαρικά. Ως μη στεροειδές οιστρογόνος μεταβολίτης, μπορεί να προκαλέσει στειρότητα και άλλες αναπαραγωγικές διαταραχές ως αποτέλεσμα της οιστρογονικής του δράσης. Σε προεφηβικές γυναίκες, η δηλητηρίαση από ζεαραλενόνη μπορεί να εκδηλωθεί κλινικά ως υπεροιστρογονισμός, που προκαλείται από τη συνεχή μετατροπή της ζεαραλενόνης σε α-ζεαραλενόλη.